- οποκάλπασον
- ὀποκάλπασον, τὸ (Α)το βαλσαμόδεντρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀποκάλπασον — Hotai neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀποκαλπάσου — ὀποκάλπασον Hotai neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποκαλπαθίζω — ὀποκαλπαθίζω (Α) [οποκάλπασον] μυρίζω όπως το οποκάλπασον, δηλ. το βαλσαμόδεντρο … Dictionary of Greek